κυστεογραφία

κυστεογραφία
η
ιατρ. ακτινογραφία τής ουροδόχου κύστεως με τη βοήθεια σκιαγραφικής ουσίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. cystographie < cyst(o)- (βλ. κυστε[ο]-) + -graphie (< -γραφία < -γράφος < γράφω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κυστε(ο)- — και κυστ(ο) και κυστι πρώτα συνθετικά όρων τής ιατρικής, βοτανικής, ζωολογίας και βιοχημείας που ανάγονται στον τ. κύστις και σχηματίστηκαν από τη γεν. κύστεως οι όροι αυτοί είναι κατά κανόνα αντιδάνειοι και αναφέρονται είτε στην ουροδόχο κύστη… …   Dictionary of Greek

  • κύστη — Υμενώδης θύλακος του σώματος στον οποίο συλλέγεται υγρό· η ουροδόχος κ. Ονομάζεται επίσης παθολογική παραγωγή ή ανάπτυξη που σχηματίζεται από νεόπλαστη θήκη ή κοιλότητα, που περιέχει ρευστή, πολτώδη ή σπάνια στερεή ουσία ή αέρα. Κ. καλείται… …   Dictionary of Greek

  • πνευμοκυστεογραφία — η, Ν ιατρ. η ακτινογράφηση τής ουροδόχου κύστεως μετά από τεχνητή εισαγωγή αέρα στο εσωτερικό της. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. pneumocystographie (< πνεύμα + κυστεογραφία)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”